περιηγητῇ

περιηγητῇ
περιηγητής
one who guides strangers
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Парфенон — Достопримечательность Парфенон Παρθενών …   Википедия

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • ολεαρία — η βοτ. γένος θαμνωδών φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. oleańa, από το εκλατινισμένο όν. Olearius τού Γερμανού περιηγητή Αdam Olschlager] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθιακός — ὀρνιθιακός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πτηνά 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρνιθιακά πραγματεία σχετική με τα πτηνά η οποία αποδίδεται στον Διονύσιο τον Περιηγητή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + κατάλ. ιακός (πρβλ. δενδρ ιακός)] …   Dictionary of Greek

  • οψιανός — ο (Α ὀψιανός) βλ. οψιδιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το πέτρωμα ονομάστηκε έτσι από το όν. τού Obsius, τού Ρωμαίου περιηγητή που τό ανακάλυψε, κατά τον Πλίνιο] …   Dictionary of Greek

  • περιηγητής — Αυτός που ταξιδεύει με σκοπό την ψυχαγωγία ή τη μόρφωση. Η τάση για περιήγηση χρονολογείται από την αρχαιότητα και κυρίως από τότε που τα ταξίδια έπαυσαν να είναι πολύ επικίνδυνα. Τον 6o αι. π.Χ. αναφέρονται πολλά ονόματα ελλήνων περιηγητών, που… …   Dictionary of Greek

  • περιηγητικός — ή, ό / ός, ή, όν, ΝΜΑ [περιηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε περιήγηση ή περιηγήσεις, τουριστικός («περιηγητικές εντυπώσεις») μσν. αρχ. ο περιγραφικός («βιβλία περιηγητικά» βιβλία που χρησιμεύουν ως οδηγοί στους περιηγητές, σαν να… …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • στηλοκόπας — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού περιηγητή Πολέμωνος ο οποίος περιόδευε και αντέγραφε τις επιγραφές τών δημόσιων μνημείων) αυτός που δίνει την εντύπωση ότι τρώει τις στήλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κοπας (< κόπτω) σχηματισμένο κατά το ματτυοκόπης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”